Ο Διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ – review

Ο Διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ

Υπάρχουν φορές που οι σκέψεις που αισθάνεσαι να σε κατακλύζουν είναι τόσες πολλές, που πραγματικά δυσκολεύεσαι να βρεις μία αρχή για να ξεκινήσεις, αλλά που επιβάλλεται να ανακαλύψεις τον ιδανικό τρόπο και να το κάνεις.

Θα ξεκινήσω λοιπόν, λέγοντας πως από την Λίλλυ Σπαντιδάκη περίμενα πάρα πολλά. Από το πρώτο της μυθιστόρημα, το “Χωρίς Σκηνή”, ένιωσα πως δεν είχα να κάνω με μία απλή, συνηθισμένη συγγραφέα, καθ’ ότι η Λίλλυ κατάφερε να ξεχωρίσει με το “καλημέρα”, παρουσιάζοντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μία ιστορία που καθόλου δε θύμιζε τα κλασικά και τετριμμένα. Απεναντίας, το πρώτο της έργο χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία τόσο στο θέμα, όσο και στην αφήγηση και διαθέτει μία γλώσσα αιχμηρή που “τσακίζει κόκκαλα”.



Δεν γινόταν έτσι κι εγώ να μην εκτιμήσω την ευθύτητα, την αμεσότητα, την νεανικότητα, την τόλμη και το μη εξεζητημένο γράψιμο της κυρίας Σπαντιδάκη. Η αναμονή μου, όπως ήταν φυσικό, για το δεύτερο συγγραφικό βήμα της συγγραφέως, ήταν μεγάλη. Και ειδικά όταν αντίκρισα αυτό το μαγικό κατάμαυρο εξώφυλλο με τις χρυσές πινελιές και διάβασα την περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Καταρχάς να πω ότι λατρεύω οτιδήποτε έχει σχέση με την “μαύρη κουλτούρα”, αν μπορώ να το θέσω έτσι. Η τοποθεσία ιδανική: Νέα Ορλεάνη του 1963. Μία χρονιά ορόσημο στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Η χρονιά που πέθανε ένας από τους πιο αγαπητούς προέδρους των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Κένεντι. Την χρονιά που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ συγκίνησε και κινητοποίησε τα πλήθη με το “Έχω ένα όνειρο”. Αλλά και μία ακόμη χρονιά που το να είσαι μαύρος προκαλεί τον ρατσισμό και την δυσπιστία του κόσμου. Εκείνη τη χρονιά, ανάμεσα σε στίχους, τραγούδια και μουσικές που μέλλουν να αφήσουν κι αυτά το δικό τους στίγμα στον πλανήτη γη, ξετυλίγεται η ιστορία μίας πενταμελούς αντρικής παρέας, με την μοναδική γυναίκα πρωταγωνίστρια να κλέβει δικαίως την παράσταση με την αυθεντικότητα, τον ενθουσιασμό, το ταμπεραμέντο, την σπιρτάδα, το μπρίο, την καπατσοσύνη, την αυτοπεποίθηση, την εξωτική ομορφιά, αλλά και την εκδικητική της μανία.

Πραγματικά θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά για τη Ζόλα, την μαύρη παιδική φίλη ενός από τους ήρωες του βιβλίου, αλλά και πάλι λίγα θα ήταν. Είναι ένας χαρακτήρας που εγώ προσωπικά δεν συναντώ συχνά στην ελληνική λογοτεχνία και που θαύμασα για όλα τα παραπάνω και για άλλα τόσα. Είναι μία περίπλοκη γυναικεία προσωπικότητα που “χρωματίζεται” εξόχως από το εξαιρετικό ψυχογράφημα με το οποίο περικλείει την ηρωίδα της η Λίλλυ Σπαντιδάκη.

Αλλά για να πάρω τα πράγματα από την αρχή, να πω πως η ιστορία δεν μας μεταφέρει αυτομάτως στην Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του ’60, αλλά στη Σκοτία του 1942, όπου επιφανείς άνθρωποι και τέκνα πλούσιων οικογενειών, στέλνουν τους γιους τους να μαθητεύσουν στο σχολείο αρρένων της Αγίας Μαγδαληνής. Εκεί, ανάμεσα στους μοναχούς και πολύ μακριά από τις οικίες και τη χώρα τους, θα γνωριστούν ο Νίκολας, ο Μαρκ, ο Άλεξ, ο Πίτερ και ο Τζέικομπ. Πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες που θα τους ενώσουν οι σκανταλιές, αλλά κι ένα αποτρόπαιο μυστικό.

Με διαδοχικά κεφάλαια, ο αναγνώστης βρίσκεται πότε στη Σκοτία και πότε στη Νέα Ορλεάνη, γνωρίζοντας τους ήρωες σταδιακά, πότε στα μαθητικά τους χρόνια και πότε ως ενήλικες. Ενώ πολύ αργότερα θα μεταφερθεί και στην οικία Κάμπελ και θα γνωρίσει την παιδική ηλικία της Ζόλα, που την στιγμάτισε, την σμίλευσε και την έκανε αυτό που είναι στη συνέχεια. Κι όλα αυτά ανάμεσα σε μουσικές των δεκαετιών εκείνων, με τα κεφάλαια να φέρουν κι από έναν τίτλο τραγουδιού στο ξεκίνημά τους.

Από τον Λούις Άρμστρονγκ και τον Νατ Κινγκ Κόουλ, μέχρι την αγαπημένη τραγουδίστρια, είδωλο και χειροπιαστό όνειρο της Ζόλα Μάιλς, Έτα Τζέιμς.

Με μία ατμόσφαιρα που τη νιώθεις μέχρι βαθιά μέσα στο μεδούλι σου να ξεχειλίζει από τις μουσικές της τζαζ, των μπλουζ, της σόουλ και που σε μεταφέρει στη Νέα Ορλεάνη του ’60, χωρίς η συγγραφέας να αναλώνεται σε περιγραφές επί περιγραφών. Αλλά αντίθετα σε τοποθετεί εκεί αβίαστα με τους τρόπους και τη συμπεριφορά των χαρακτήρων της, με την αναφορά της περιβόητης Γαλλικής συνοικίας, με τα λοξά κοιτάγματα των τρίτων προσώπων προς τη μελαψή Ζόλα και τους αβρούς τρόπους των υπόλοιπων, με τα μέρη και τις τοποθεσίες που επιλέγουν οι ήρωες για να μιλήσουν, να δειπνήσουν ή να πιουν, με τα χαρακτηριστικά πλούσιων κυριών που ενδιαφέρονται τόσο πολύ για το φαίνεσθαι και την πραγματοποίηση ενός ιδανικού πλούσιου γάμου, με την τοπική συνταγή των μαύρων της Νέας Ορλεάνης, το γκάμπο, που το γεύεσαι κι εσύ μαζί με τη Ζόλα, ενώ ταυτόχρονα μπορείς να ακούσεις τους ήχους της πόλης και να νιώσεις την παχύρρευστη από τον ιδρώτα ατμόσφαιρα και την πήχτρα από τον καπνό.

Κι όλα αυτά με το αγαπημένο μου μεταφυσικό στοιχείο να κάνει δειλά την εμφάνισή του, δίχως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται ως μεταφυσικό, με τη χρήση του βουντού να δίνει έναν ακόμη πιο έντονο και μυστηριακό αέρα σε ένα βιβλίο που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα και χαρακτηρίζεται σαν θρίλερ, χωρίς να είναι όμως μόνο αυτό.

Το “Ο Διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ”, όπως και το “Χωρίς Σκηνή”, είναι ένα βιβλίο πολυπρόσωπο και πολυσχιδές, δηλαδή κάποιος διαβάζοντάς το, ανακαλύπτει πράγματα που δεν περίμενε να βρει σε ένα μυθιστόρημα και δη ελληνικό. Και το τελευταίο το γράφω, χωρίς να θέλω να μειώσω την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ή την φαντασία των Ελλήνων δημιουργών, αλλά δεν μπορώ να μην το αναφέρω ως ένα πραγματικό γεγονός, γιατί δυστυχώς δεν συναντάμε εύκολα συγγραφείς που τολμούν με τα κείμενά τους, απορρίπτοντας νόρμες και βάζοντας τη δική τους σφραγίδα, όχι για να διαφέρουν σώνει και ντε, αλλά επειδή έχουν καινούργια πράγματα να πουν και την απαιτούμενη φαντασία για να το επιτύχουν.

Χαρακτηριστικά που η Λίλλυ Σπαντιδάκη φαίνεται να έχει και με το παραπάνω, προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό τη δυνατότητα να διαβάσει ένα ξεχωριστό βιβλίο, που διαθέτει ψυχή, τσαγανό, πρωτοτυπία και είναι γραμμένο με τρόπο ικανό να συναρπάσει, κερδίζοντας και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

Το “Ο Διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ”, θεωρώ πως είναι ένα από τα βιβλία – αποκάλυψη της περασμένης χρονιάς και η δημιουργός του από τις πιο ταλαντούχες ανερχόμενες συγγραφείς της χώρας μας, που αξίζει να ανακαλύψετε.

ΥΓ. Κλείνοντας το review μου, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη συγγραφέα για την τελευταία παράγραφο στη τελευταία σελίδα.

About The Author

Νικολέτα Μπαλοπήτου

Η Νικολέτα, κατοικεί στη Σαλαμίνα από τότε που θυμάται τον εαυτό της και η αγάπη της για το συνάνθρωπο και το παιδί, αλλά κι ο σεβασμός της προς τη διαφορετικότητα του άλλου, την οδήγησαν στην απόφαση να εγγραφεί σε μία σχολή παιδαγωγών για άτομα με ειδικές ανάγκες. Η αγάπη της αυτή ενισχύεται από τα κατασκηνωτικά προγράμματα που λαμβάνουν χώρα κάθε Καλοκαίρι, καθώς δε μπορεί να φανταστεί πλέον τα Καλοκαίρια της χωρίς αυτά. Είναι φανατική αναγνώστρια βιβλίων, διαβάζει όλα τα είδη, αλλά τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τα ατμοσφαιρικά, μεταφυσικά, παραψυχολογικά θρίλερ και τα μυθιστορήματα τρόμου, ακόμη κι ακραίου. Γι' αυτό και της αρέσει να ανακαλύπτει τέτοιου είδους βιβλία από Έλληνες συγγραφείς, τους οποίους διαβάζει και στηρίζει ανελλιπώς. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τα μετα-αποκαλυπτικά, δυστοπικά μυθιστορήματα, ενώ παρακολουθεί κι ανάλογες σειρές στο διαδίκτυο. Επιπλέον, είναι μεγάλη θαυμάστρια της ιαπωνικής κουλτούρας και της αρέσει να παρακολουθεί anime στο ίντερνετ, ενώ ανυπομονεί για τη συνέχεια του Attack on Titan, που για την ίδια είναι ένα από τα καλύτερα anime όλων των εποχών. Τέλος, αγαπάει τον κινηματογράφο και ειδικά τον ανεξάρτητο, αλλά και την rock-metal μουσική.

  • Αγαπημένη ταινία: Ο Λαβύρινθος του Πάνα, Όλες του Ταραντίνο, Όλες του Αλμοδοβάρ.
  • Αγαπημένος συγγραφέας: Ruth Ozeki, Sarah Addison Allen, J.K.Rowling, Suzanne Collins, Veronica Roth, Susan Ee, Graham Masterton, Ευγένιος Τριβιζάς και πολλοί, πολλοί άλλοι.
  • Παιδικός ήρωας: Kabamaru
  • Αγαπημένο ζώο: Ο σκύλος, αλλά στα βιβλία και στα cartoons προτιμάει τη γάτα.
0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments